- αμφιπεριπλεγδην
- ἀμφιπεριπλέγδηνἀμφι-περι-πλέγδηνadv. в объятиях друг у друга Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφιπεριπλέγδην — ἀμφιπεριπλέγδην επίρρ. (Μ) περιπλεγμένα από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιπλέγδην «περιπλεγμένα»] … Dictionary of Greek
ἀμφιπεριπλέγδην — twined round indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)